διαλυτής

διαλυτής
Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται οποιαδήποτε ουσία είναι ικανή να προκαλέσει διάλυση μίας άλλης ουσίας (διαλυτό). Ο δ. μπορεί να είναι υγρό, στερεό ή αέριο στοιχείο. Ο πιο γνωστός και ο πιο κοινός δ. είναι το νερό, αλλά υπάρχουν ειδικοί δ. για τις ανόργανες και τις οργανικές ενώσεις. Σύμφωνα με τις σύγχρονες αντιλήψεις, οι δ. μπορούν να υποδιαιρεθούν σε τρεις μεγάλες κατηγορίες: σε πρωτονιόφιλους ή δέκτες πρωτονίων με βασικό χαρακτήρα (π.χ. η υγρή αμμωνία), σε πρωτονιογενείς ή δότες πρωτονίων με όξινο χαρακτήρα (π.χ. το υδροφθορικό οξύ) και σε μη ιονικούς, που δεν είναι ούτε όξινοι ούτε βασικοί (π.χ. οι υδρογονάνθρακες). Μία ειδική θέση καταλαμβάνουν οι δ. που εκδηλώνουν ταυτόχρονα όξινες και βασικές ιδιότητες και γι’ αυτό ονομάζονται αμφολυτικοί· ο τυπικός εκπρόσωπος αυτής της τάξης δ. είναι το νερό. Για τις ανόργανες ενώσεις χρησιμοποιούνται συχνά τα οξέα και οι βάσεις, ενώ για τις οργανικές οι πιο κοινοί δ. είναι το χλωροφόρμιο, η τριελίνη, ο αιθυλικός αιθέρας, το βενζόλιο και η ακετόνη. Οι δ. έχουν σήμερα βιομηχανική εφαρμογή, ιδιαίτερα στις βιομηχανίες λιπών, εκρηκτικών υλών, πλαστικών ουσιών, βερνικιών και υφαντικών ινών. Συχνά η υψηλή τιμή τους, οι μεγάλες ποσότητες που απαιτούνται και η τοξικότητά τους καθιστούν αναγκαία την επανάκτησή τους, η οποία όμως δεν είναι πάντοτε δυνατή. Χρησιμοποιούνται σε καθαρή μορφή ή σε μείγματα και είναι δυνατόν να αντιδρούν ή όχι με το διαλυτό· στην πρώτη περίπτωση οι επεξεργασίες της επανάκτησής τους οφείλονται σε διάφορες χημικές αντιδράσεις. Σχηματική παράσταση του εκχυλιστήρα Soxhlet, ο οποίος επιτρέπει, με τη χρησιμοποίηση κατάλληλων διαλυτών, να παραληφθούν από ένα μείγμα οι ουσίες που έχουν ενδιαφέρον.
* * *
διαλυτής, ο (AM) [διαλύω]
1. αυτός που διαλύει
2. ο παραβάτης τού νόμου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • διαλυτής — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαλύτης — dissolver masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαλύτης — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται οποιαδήποτε ουσία είναι ικανή να προκαλέσει διάλυση μίας άλλης ουσίας (διαλυτό). Ο δ. μπορεί να είναι υγρό, στερεό ή αέριο στοιχείο. Ο πιο γνωστός και ο πιο κοινός δ. είναι το νερό, αλλά υπάρχουν ειδικοί δ. για… …   Dictionary of Greek

  • διαλύτης — ο (χημ.), υγρό που έχει την ιδιότητα να διαλύει ορισμένη ουσία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαλυτῶν — διαλύτης dissolver masc gen pl διαλυτής masc gen pl διαλυτός masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαλυτοῦ — διαλυτής masc gen sg διαλυτός masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαλυτήν — διαλυτής masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άρωμα — Μείγμα διαφόρων ουσιών με ευχάριστη οσμή. Στην αρχαιότητα, χρησιμοποιούσαν α. για θυμίαση, κάπνισμα –η γαλλική λέξη parfum και η ιταλική profumo (= άρωμα) προέρχονται από το λατινικό per fumum (= με καπνό)– με καύση ξύλου ή αρωματικών ρητινών… …   Dictionary of Greek

  • διαλυτότητα — Όρος με τον οποίο, σύμφωνα με έναν ορισμό γενικού χαρακτήρα ο οποίος ισχύει για όλα τα δυνατά διαλύματα, καθορίζεται η μέγιστη ποσότητα ενός σώματος που μπορεί να διαλυθεί σε μία συγκεκριμένη ποσότητα διαλύτη, σε ορισμένη θερμοκρασία. Με αυτό τον …   Dictionary of Greek

  • διαλυτά — διαλυτά̱ , διαλυτής masc nom/voc/acc dual διαλυτής masc voc sg διαλυτής masc nom sg (epic) διαλυτός neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”